Αγαπητοί συνάδελφοι,
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι η λήψη της άδειας είναι υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις με ευθύνη του εργοδότη (ακόμη κι αν δεν την ζητήσει ο εργαζόμενος). Αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας δεν νοείται, παρά μόνο στην περίπτωση ξαφνικής λύσης της εργασιακής σχέσης (πχ απόλυση) ή λόγω άλλου γεγονότος που εμπόδισε τη λήψη της άδειας εντός του κανονικού διαστήματος (πχ αναρρωτική άδεια) μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους ή μέχρι τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου:
1.12 Απαγορεύεται η συμφωνία εργοδότη μισθωτού για μη χορήγηση αδείας
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί «εγκαταλείψεώς του εις την άδεια δικαιώματός του ή παραιτήσεως αυτού απ’ το δικαίωμα της αδείας», θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπει την καταβολή εις αυτόν προσαυξημένης αποζημιώσεως (άρθρο 5παρ. 1 ΑΝ. 539/1945).ΑΠ 434/2011 Απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.2 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, όσο και του άρθρου 7 παρ. 2 του Π.Δ. 88/1999, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί, δε, να συναχθεί από τη συγκεκριμένη διάταξη συμπέρασμα ότι στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αφορά, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγησή της σε επόμενο έτος, σωρευτικά με την άδεια του έτους εκείνου, μη δικαιούμενος να ζητήσει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της αδείας. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως, για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τηχορήγησε.
1.13 Αποδοχές επιδόματος αδείας και αποδοχών αδείας
Τόσο οι αποδοχές αδείας, όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειάς του. Και στην περίπτωση της τμηματικής λήψεως της αδείας κατά το πρώτο και το δεύτερο ημερολογιακό έτος προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος των αποδοχών και του επιδόματος αδείας (Παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 539/1945). Η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας, «που του οφείλεται» (κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, η οποία υπονοεί αναγκαία ότι σε περίπτωση που δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται ούτε αποδοχές αδείας, έτσι η Ολ ΑΠ 1139/1974 (Σ. Γάγγας), άλλως η Ολ ΑΠ 27/2004 (Χ. Μπαβέας), αμφότερες χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εκδοθείσες σε υποθέσεις που δεν φαίνεται να συνδέονταν με λύση της σχέσεως εργασίας) [ΑΠ 1050/2018].
Άδεια και αποδοχές αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1165/2012).
Με Συναδελφικούς χαιρετισμούς,
το Διοικητικό Συμβούλιο